- στυπτηρίζουσα
- στυπτηρ-ίζουσα,=A aqua qua alumen lavatur, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυπτηρίζουσα — Α υγρό διάλυμα για πλύση τής στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *στυπτηρίζω (< στυπτηρία*)] … Dictionary of Greek